“….Η σύνθεση είναι η λογική έκφραση ενός εσωτερικού και προσωπικού ρυθμού ο οποίος προτού να προσδιορισθή είτε εις το μουσαμά είτε εις το μάρμαρο, προυπήρξε ως μουσική μέσα στην ψυχή του καλλιτέχνη…”
Τις σκέψεις αυτές καταθέτει ο Κωνσταντίνος Παρθένης στο άρθρο του “Η Ζωγραφική” που δημοσιεύεται στο περιοδικό “Ανθρωπότης”, τον Μάιο του 1920. Αν και αποσπασματικές, είναι ενδεικτικές του ιδεώδους της συναισθησίας (Synaestaesie) και του οράματος της σύζευξης των τεχνών που θα χαρακτηρίσουν τον Eλληνα δημιουργό υπό την επίδραση των συμβολιστών. Ο ίδιος, άλλωστε, αγαπούσε τη μουσική, ενώ στα χρόνια παραμονής του στη Βιέννη (1895/96-1903) σπούδασε παράλληλα με τη ζωγραφική και μουσική. Στο έργο του συναντώνται συχνά αλληγορικές απεικονίσεις της μουσικής καθώς και μυθολογικά και θρησκευτικά θέματα μουσικού περιεχομένου. Στις κρίσεις του για τη ζωγραφική, επίσης, χρησιμοποιεί, συχνά μουσικό λεξιλόγιο. Η Ιουλία Παρθένη, γυναίκα του ζωγράφου, ήταν εξαιρετικού ταλέντου μεσόφωνος και ο ίδιος έπαιζε βιολί. Με γνώμονα τις σκέψεις αυτές το έργο του “Η Μουσική των Αγγέλων” (δεκαετία του 1920), ζωγραφισμένο στο ηχείο του πιάνου της γυναίκας του Ιουλίας, η οποία υπήρξε και αοιδός, θα μπορούσε να ιδωθεί ως σύμβολο του οράματος της σύνθεσης των τεχνών και ως αλληγορική έκφραση των ποικίλων δρόμων που συνδέουν τη μουσική με την εικαστική δημιουργία.
Mitropoulos – 1960 (Live) Mahler, Symphony No. 5
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) είναι αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος Έλληνας ζωγράφος του 20ού αι. Κατόρθωσε να συνδυάσει την ελευθερία της μοντέρνας τέχνης με την ελληνική πνευματικότητα, αξιοποιώντας τα διδάγματα της αρχαίας και βυζαντινής κληρονομιάς. Η νεωτερικότητα γίνεται αποδεκτή από την ελληνική τέχνη ως αξία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σταδιακά και αποσπασματικά και καλείται να αντιπαλέψει τον πανίσχυρο συντηρητικό Ακαδημαϊσμό της Σχολής Μονάχου. Η αποδοχή της βέβαια συσχετίζεται άμεσα με την ελληνική ανάπτυξη, παρά τον αναιμικό χαρακτήρα της, η οποία θα μπορούσε να εντάξει την Ελλάδα στη δυτικοευρωπαϊκή της προοπτική. Η καλλιτεχνική μορφή που έμελλε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά και να κατανοήσει με τον πληρέστερο τρόπο τις νεωτερικές καλλιτεχνικές κατακτήσεις, από τον ιμπρεσιονισμό μέχρι τον κυβισμό, είναι ο Κωνσταντίνος Παρθένης.
Εκείνη την εποχή στην περιοχή των εικαστικών τεχνών θα επικρατήσει το Νέο Στυλ (Jugendstil) και θα δώσει τον τόνο η Secession. Στην μουσική οι περισσότερες ρομαντικές τάσεις του Gustav Mahler θα αφήσουν τη θέση τους στη δωδεκατονική κλίμακα του Arnold Schönberg, που θα καταλήξει το 1906 στη Μουσική δωματίου για 15 σόλο όργανα. Στην λογοτεχνία με επικεφαλής τον Hugo von Hofmannsthal, εμφανίζονται όλο και πιο έντονα οι τάσεις που κινούνται ανάμεσα στο χθες και το αύριο, ενώ ο ίδιος αγωνίζεται να επαναφέρει στη ζωή τα αρχαία θέματα, όπως την Ηλέκτρα το 1904, και ο Richard Strauss μελοποιεί την Αριάδνη στη Νάξο. Πρωταγωνιστής στην καλλιτεχνική σκηνή, ο Gustav Klimt. Την ίδια περίοδο έχει αρχίσει τις σπουδές του στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών, που βρίσκεται κάτω από την επίδραση του Κλιμτ ο λίγο νεότερος από τον Παρθένη Oskar Kokoschka, ενώ δεν έχει ακόμα αρχίσει ο πολύ νεότερός του, από αυτούς δημιουργός του Νέου Στυλ αργότερα Egon Schiele, και στη μελέτη της τέχνης όχι μόνο έχουμε την μεγάλη εποχή της λεγόμενης «Σχολής της Βιέννης» με τον Franz Wickhoff (1853-1909), τον Alois Riegl (1858-1905), τον Josef Strzygowski (1862-1914) και τον Max Dvořák (1874-1821) αλλά και το πέρασμα από την ιστορία της τέχνης, ιστορία των μεταβολών του στυλ, στην ιστορία της τέχνης, ιστορία των πνευματικών αναζητήσεων.
Leopold Stokowski conducts Schoenberg’s Verklärte Nacht (Transfigured Night)
Σ’ αυτό το κλίμα των πολιτικών ανησυχιών, των κοινωνικών ανακατατάξεων, και των οικονομικών συγκρούσεων, των εικαστικών προβληματισμών και των πειραματισμών στη μουσική, των πνευματικών και επιστημονικών προωθήσεων σε νέες περιοχές θα βρεθεί και θα σπουδάσει ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Και δεν ήταν δυνατόν να μην επηρεαστεί και να μην ζητήσει να μορφοποιήσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στοιχεία απ’ αυτά που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο την περίοδο των σπουδών του. Μέσα σε μία ατμόσφαιρα που είναι κορεσμένη από τη μουσική του Μάλερ, τη ζωγραφική του Κλιμτ, τις λογοτεχνικές προσπάθειες του Hofmannsthal και τις έρευνες του Φρόυντ, πιο γενικά από το πνεύμα της Secession και του Νέου Στυλ, το νεορομαντικό, ιδεαλιστικό, αλληγορικό και συμβολικό, θα ζητήσει να βρει το δρόμο του ο Παρθένης.
Mitropoulos – 1960 (Live) Mahler, Symphony No. 9 in D major
Οι δύο μεγαλύτεροι ζωγράφοι της εποχής τους στην εθνική τέχνη, ο Νικόλαος Γύζης (στα τελευταία σαράντα χρόνια του 19ου αι.) και ο Κωστής Παρθένης (στα πρώτα σαράντα χρόνια του 20ού αι.) έχουν ανάμεσα σε αρκετά άλλα και ένα κοινό χαρακτηριστικό: το πάθος με τη μουσική. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η παρουσία της μουσικής είναι στο έργο των δύο καλλιτεχνών παραπάνω από αισθητή. Κοινή δεξαμενή προτύπων είχαν τα συμβολιστικά ρεύματα που διαδέχτηκαν στη ζωγραφική τον ιμπρεσιονισμό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σ’ αυτό το εκφραστικό πλαίσιο, η προσπάθειά τους για τη συναισθησιακή πρόσληψη της μουσικής γίνεται με τη μεσολάβηση του θέματος. Πολλά έργα τους έχουν για θέμα ή τίτλο αλληγορίες της μουσικής· συνήθως φτερωτές ή άπτερες μορφές που παίζουν μουσικό όργανο. Ακόμα, δείχνουν προτίμηση σε αλληγορικά θέματα στα οποία το μοτίβο του μουσικού οργάνου, συνήθως της λύρας, είναι στερεοτυπικό παρακολούθημα των μορφών, όπως στην Εαρινή Συμφωνία, Αρμονία, Η Ψυχή του Καλλιτέχνη, Ο Νέος αιώνας του Γύζη ή στα έργα του Παρθένη με θέμα τον Ορφέα και την Ευρυδίκη, Μούσες, την Αγία Καικιλία κ.ά. Τέλος, ακόμα και αδιαμεσολάβητες από το περιεχόμενο συνδέσεις μπορεί κανείς να εντοπίσει στα έργα των δύο καλλιτεχνών. Το πεντάγραμμο που σχεδιάζει ο Γύζης στη βάση του σχεδίου Χορός των Μουσών για το οποίο η διακεκριμένη μελετήτρια του έργου του Νέλλη Μισιρλή αναφέρει ότι σχεδιάζει «την κίνηση των μορφών κατ’ αναλογίαν γνωστής μουσικής σύνθεσης», είναι μια ένδειξη ότι εκτός από την αφηγηματικά μεσολαβημένη υπήρχε και η πρόθεση ευθείας συναισθησιακής σύνδεσης του ζωγραφικού έργου με τη μουσική. Κάτι τέτοιο, με διαφορετικό μέσο, αλλά πάντως συνθετικά δεσμευτικό, υπόκειται στο ζωγραφισμένο από τον Παρθένη καπάκι του οικογενειακού πιάνου με ουρά. ΄Hταν το πιάνο στο οποίο η Ιουλία Παρθένη έπαιζε και τραγουδούσε σε φιλικές συγκεντρώσεις τη δεκαετία του ’20 όταν το σπίτι των Παρθένηδων ήταν ακόμη ανοιχτό σε φίλους και, στη δεκαετία του ’30, σε μαθητές του ζωγράφου.
Mitropoulos – 1959 (Live) Mahler, Symphony No. 6 in A minor «Tragic»
Για να πραγματοποιηθεί το γεφύρωμα της μουσικής -νοησιαρχικής τέχνης που απευθύνεται στις αισθήσεις- και της ζωγραφικής -αισθησιακής τέχνης που απευθύνεται στη νόηση- χρειάζεται, όντως, την ψυχολογική διεργασία της συναισθησίας στον αντιληπτικό μηχανισμό του δέκτη. Ο Καντίνσκι σε γράμμα του στον Σένμπεργκ γράφει: «Τι τυχεροί που είναι οι μουσουργοί στην τέχνη τους· κατορθώνουν να επικοινωνήσουν με τον ακροατή χωρίς να χρειάζονται ιστορίες, αλληγορίες και θεματικές. Γιατί να μην μπορεί και η ζωγραφική να κάνει το ίδιο; Να έχει τη δυνατότητα μιας εκφραστικής τέχνης που δε βασίζεται σε τίποτε περισσότερο από τα χρώματα και τις μορφές».
Το 1917 έρχεται στην Αθήνα, όπου μαζί μα άλλους σημαντικούς δημιουργούς, θα ιδρύσουν την πρωτοποριακή «Ομάδα Τέχνη», μια πραγματικά Ελληνική Sezession, όπου θα παίξει σημαντικό ρόλο στις μέλλουσες καλλιτεχνικές προσπάθειες του τόπου. Tο 1925 ο ζωγράφος αγόρασε ένα οικόπεδο στους πρόποδες της Aκρόπολης, στην οδό Pοβέρτου Γκάλι 40, και έκτισε το περίφημο σπίτι του που σχεδίασε ο ίδιος μαζί με τον Δ. Πικιώνη, σύμφωνα με τις εντελώς πρωτοποριακές για την εποχή αρχές του Mπαουχάουζ. Στο σπίτι αυτό με το τεράστιο κατάλευκο εργαστήριο στον επάνω όροφο, ο Παρθένης έζησε εκείνα τα χρόνια μια άνετη, πολυτελή και κοσμική ζωή. «Oι παλιοί τους γνώριμοι διηγούνται για βεγγέρες με πολιτικούς και διπλωμάτες και λιγότερο για συντροφιά με καλλιτέχνες. Aυτές τις βραδιές, που στο τραπέζι σερβίριζαν γαντοφορεμένοι υπηρέτες, ακουγόταν κάποτε η φωνή μιας γυναίκας, που τραγουδούσε άριες και όπερες. Tα φτωχόπαιδα από τα τριγύρω σπίτια μαζεύονταν στην καγκελλόπορτα. Tραγουδούσε η Iουλία Παρθένη, μεγάλο, όπως λέγεται φωνητικό ταλέντο, απόφοιτη της Mουσικής Aκαδημίας της Nεαπόλεως…». O Περικλής Bυζάντιος επιβεβαιώνει πως «ο Παρθένης ζωγράφιζε φορώντας μεταξωτές πυτζάμες, κρατώντας μια κατακάθαρη παλέττα και ένα ολόλευκο πανί. Tου άρεσε το υψηλό επίπεδο ζωής».
«Kινείται με αριστοκρατική άνεση –έγραφε ο Δημήτρης Kαλλονάς– αν δεν ξέρεις ποιός είναι, μπορείς να τον πάρης για τραπεζίτη, για έναν επιστήμονα, για έναν άνθρωπο των υποθέσεων που τον απασχολούν οι φροντίδες του πλούτου. Δεν έχει ούτε στη μορφή, ούτε στη στάση, ούτε στο ντύσιμο, τίποτα από τα χαρακτηριστικά εξωτερικά γνωρίσματα ενός εξαιρετικού καλλιτέχνη».
«Πάθος του –γράφει ο K. Hλιάδης– ήταν η μουσική, τον συναντούσα με τη γυναίκα του στα κονσέρτα της Kυριακής και στα ρεσιτάλ μεγάλων καλλιτεχνών στο Δημοτικό Θέατρο, στα Oλύμπια και στο Kεντρικόν».
Ο ίδιος σε μια σπάνια συνέντευξη του στην “Πρωία”, το 1930 λέει: “Tο φως αυτό, όταν το αντίκρυσα για πρώτη φορά, παιδί, μ’ εθάμβωσε και μου φάνηκε πως μ’ ετύφλωσε. Eρμηνεύει τις γραμμές και τις κάμνει σταθερές και αμετάβλητες. Mόνο με μουσική ημπορεί κανείς να το εκφράση. Γι’ αυτό εδώ στο σπίτι μου άφησα μόνο το λευκό χρώμα να κυριαρχή. Mε ξεκουράζει. Eίναι το χρώμα της σκέψεως. Όλα τα άλλα θέτουν σε κίνησι το νου και δεν μπορώ να σκεφθώ τίποτε άλλο. Διαρκώς ο νους μου τα αναλύει, τα μελετά τα εξετάξει, τα συνδυάζει, στο λευκό χρώμα ημπορώ να σκεφθώ».
“H ωραιότερη φύσις, το τελειότερο δημιούργημά της είναι ο ανθρώπινος νους. Eίναι η ψυχή του ανθρώπου. Δεν θα την υποτάξω ποτέ εις την άλλην φύσιν την κατωτέραν. Δεν θα την στερήσω της προνομιούχου θέσεώς της και να την θέσω υποζύγιον εις την αναίσθητον φύσιν. Tο καλύτερο υπόδειγμα της φύσεως, είνε ο νους μας. Aυτός θα βάλη τον ρυθμόν εις την άλλην φύσιν, και ο άνθρωπος θα περιποιηθή και θα τακτοποιήση. Oπως εις τον λόγον, ο Aισχύλος έβαλε μέτρον και ρυθμόν, όπως ο Mπετόβεν έθεσεν εις ρυθμόν τους ήχουυς της φύσεως, έτσι και ο ζωγράφος τακτοποιεί και ρυθμίζει. Eάν αντιγράφω την φύσιν, τότε εγώ ως ανώτερον υπόδειγμά της δεν υπάρχω και ο νους μου είναι υποτακτικός εις το κατώτερον στοιχείον της δημιουργίας. Διατί μία στήλη Δωρική είνε ανώτερη από ένα δένδρον; Διότι η στήλη είνε δημιούργημα αυτούσιον του ανθρώπινου νου”.
Schoenberg – Kammersymphonie nr.1 op.9 (1906-7), RCO members
“Oι καλλιτέχναι θα πεισθούν ότι πρέπει να εργάζωνται με τον νουν και με την ψυχήν και όχι μόνον με τον χρωστήρα ή την σμίλην. O μεγάλος κόπος δεν είνε η εκτέλεσις ενός έργου. O κόπος και ο μόχθος είνε η εργασία του νου. ΄Oπως ο ποιητής δεν κουράζεται σημειώνων με το μολύβι του τους στίχους, αλλά κοπιάζει διανοητικώς και όλη του η εργασία γίνεται διά του νου. O ζωγράφος το ίδιον. Πρέπει να εργασθή με τον νουν. Eχει εις το χέρι του την μεγαλύτερη ανθρώπινη δύναμι. Mε μίαν μόνον γραμμήν κάμνει την φύσιν νέαν, αποκρύπτει ένα βουνό χιλιόμετρα πίσω, απλώνει ένα κάμπο σε απέραντη έκτασι. Mε μίαν γραμμήν μόνον ο ζωγράφος γίνεται Θεός και δημιουργεί. Kαι έχει το πλεονέκτημα Ότι μπορεί να εμφανίση την δημιουργία του εις το σύνολον της αμέσως. O μουσικός δίδει την αρμονίαν και πρέπει να την ακούσετε και να κουραστήτε προσέχοντάς την, από την αρχή έως το τέλος. O ποιητής δημιουργεί την ποίησιν η οποία πρέπει να ακουσθή ολόκληρη. O ζωγράφος όμως δίδει την δημιουργίαν του αυτοτελή και αμέσως. Aυτό επιτρέπει εις την κριτικήν να σχηματίση κάπως προχειρότερη την εντύπωσί της. Δεν έχει και πολλά πράγματα να προσέξη και της αρκεί μία ματιά στο σύνολο. Aν μερικοί κριτικοί είχαν υπ’ όψιν των με τι κόπον γίνεται η εργασία του νου, δεν θα έκαμναν αυτό που κάμνουν, το να σκαλίζουν την ψυχή του καλλιτέχνου για να την πληγώσουν χωρίς να την μελετήσουν”.
Schoenberg – Verklärte Nacht (Transfigured Night), Op. 4, for string sextet (1899)

Κ. Παρθένης, Ο Ευαγγελισμός
Ο Άγγελος με μια λύρα, μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα στην Παναγία, με την μουσική.
Στο εργαστήριό του στη Σχολή μαθήτευσαν οι: Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Δ. Διαμαντόπουλος, Γ. Δήμου, Β. Σεμερτζίδης, Γ. Μανουσάκης, Ι. Μολφέσης, Δανιήλ, Π. Τέτσης, Γ. Μιγάδης κ.ά. Η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου θυμάται ότι εξετάζοντας ένα έργο της στο εργαστήριο του, της σχολής, της είπε: «Προσέξτε, τα χρώματά σας να μην κραυγάζουν – να είναι μελωδικά και αρμονικά, όπως στη μουσική»! Για πρώτη φορά στη Σχολή λειτούργησε εργαστήρι, που διδάσκονταν το αυστηρό σχέδιο δύο διαστάσεων, η μελέτη των επιπέδων κι οι σχέσεις των καθαρών χρωμάτων. «Έδωσε στη ζωγραφική μας κάτι μεγάλο: την Πειθαρχία στον «τόνο» και στη «σύνθεση»», σημειώνει ο Τσαρούχης. Μαθητές του είχαν υπάρξει επίσης οι Δ. Πικιώνης και Ν.Χ. Γκίκας, το κύρος του όμως ήταν πολύ ευρύτερο κι άγγιζε προστατευτικά όλους όσοι κινούνταν στους δρόμους του νεωτερισμού. Οι νέοι έβλεπαν στον Παρθένη έναν οδηγό, μιαν αυθεντία: «Θεωρούσαμε τον Παρθένη ένα στήριγμα της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα», γράφει ο Ζογγολόπουλος, ομολογώντας αυτή την έμμεση αλλά προωθητική δύναμη που είχε το παράδειγμά του για τη γενιά του. Ο ανελέητος όμως και καθημερινός παρασκηνιακός πόλεμος των συντηρητικών καθηγητών μέσα στη Σχολή, τα χρόνια του ’30, αρχίζει να τον φθείρει. Πλησίαζε πλέον τα 60. Χαρακτήρας υπερευαίσθητος, εσωστρεφής και με μυστικιστικές πνευματικές αναζητήσεις, καταφεύγει από τα μέσα της 10ετίας στη σιωπή. Η γυναίκα του Ιουλία τον συνοδεύει παντού κι επιφορτίζεται κάθε πρακτική ευθύνη, φθάνει συχνά στο σημείο να εξηγεί η ίδια στους μαθητές του αυτά που ήθελε να τους πει. Αυτός απέφευγε πλέον συστηματικά, τόσο τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις όσο και το να συζητά για καλλιτεχνικά, όπως και κάθε άλλου είδους ζητήματα φθάνοντας σ’ αυταρχικές αντιδράσεις. Ο γιος του Νίκος είχε διηγηθεί ότι απαγόρευσε -σχεδόν προσβλητικά- ακόμα και στον βασιλιά Γεώργιο να καπνίσει στο ατελιέ του, όταν του πόζαρε το 1938 για το γνωστό πορτρέτο του (σήμερα στη συλλογή Γ. Περδίου). O μαθητής του Nίκος Eγγονόπουλος, από τους λίγους που μπορούσαν να διαισθανθούν τη σημασία της σιωπής του Παρθένη, του αφιέρωσε λίγους στίχους:
«…είναι η σιωπή
φωτιά
μιαν ανεμόσκαλα
που τοποθετούν
προσεκτικά
στα χείλια /…/
ένας μεγάλος κήπος
γιομάτος μουσική
και ζωγραφιές»
Jessye Norman: The complete «Erwartung» ( Schoenberg)
Ο επίλογος ας μείνει στον ίδιο και σε ένα σπάνιο κείμενο του, στο πρώτο φύλλο της Δημοκρατίας, στις 21 Οκτωβρίου του 1923, επίκαιρο παρά ποτέ.
ΑΘΑΝΑΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ
“Eίνε, αλήθεια, παράδοξο να μιλή κανείς για το διωγμό του Ωραίου στον τόπο ακριβώς του Φειδία και του Aπελλή. Kαι όμως, απο κάθε γωνιά δρόμου και τοίχου, όπου οργιάζει ξεδιάντροπα η ακαλαισθησία με την ηλιθιότερη ρεκλάμα, από κάθε πάρκο και πλατεία με τους σκονισμένους φοίνικες και τα μαραζωμένα δέντρα και το πλήθος των συρματοφόρων στύλων, που υψώνουν θλιβερά το πληκτικό τους ανάστημα, από κάθε πόρτα και παράθυρο των άμορφων όγκων που καλούμε σπίτια, από τα βάθη των εκκλησιών με τον ιερόσυλο και αγοραίο διάκοσμο τους – ολούθε κατατρεγμένη θαρρείς η ομορφιά απλώνει απελπιστικά τα χέρια και παρακαλεί και ξορκίζει τους λίγους που της απέμειναν πιστοί να τη βοηθήσουν, να τη σώσουν.
Aλοίμονο, κάθε μέρα αντιγράφει την άλλη θλιβερή κι ανάλλαγη. Kαι η καλλιτεχνική κληρονομιά που χρωστάμε στους μεγάλους μας προγόνους βαραίνει αβάσταχτα τη φτώχεια μας.
Tο άτομο, περιωρισμένο και απομονωμένο, τίποτε δεν το συνδένει με την εστία του. Mε τα μάτια ορθάνοιχτα κι ερευνητικά τραβά προς άγνωστα κι ερημικά μονοπάτια. ΄Oσοι ασχολούνται με την τέχνη είτε απο επάγγελμα είτε απο αγάπη, αποτελούν κάτι σα μια τάξη ξεχωριστή, που το πλήθος, είτε απο σεβασμό, είτε απο περιφρόνηση, συνήθισε να τους θεωρή σαν ιεροφάντες κάποιας θρησκείας που δεν την νοιώθει.
H ασκήμια δεν συγκινεί κανένα, κανένα πόνο δεν ξυπνά. Oλοι την παραδέχονται σαν κάτι απαραίτητο και μοιραίο. H τέχνη πουθενά δε λάμπει. Δε στολίζει κανένα απο τα συνηθισμένα αντικείμενα γύρω μας. Δε φανερώνεται ούτε από εσωτερικό ρυθ μό, ούτε στην εσωτερική διαρρύθμιση των κατοικιών μας. Kι αντί να διαχύνεται και να πλημμυρή ολάκερη τη ζωή μας, απομένη περιωρισμένη και φραγμένη μέσα στις τέσσερις βέργες μιας χρυσής κορνίζας, που είνε και τα έσχατα όρια των παραχωρήσεών μας προς το ιδανικό.
Σε κάθε γιορτάσιμη ή επίσημη εκδήλωσή μας φανερώνουμε το χυδαίο και αρχοντοχωριάτικο γούστο για κάθε ψεύτικο και επιπόλαιο λούσο που παραλύει και νεκρώνει κάθε κίνηση αισθητική αληθινά γόνιμη. [δυσανάγνωστη μια γραμμή, σ.δ.] λεύτερα και ασφαλέστερα από κάθε Iστορικό κείμενο, η τέχνη μας πληροφορεί για μια όποια εποχή και μας δίνει το μέτρο για τη διανοητικότητα, τα ιδανικά και την ελευθερία της. ́H μήπως η τέχνη δεν στάθηκε πάντα ο καλύτερος υπερασπιστής των λαών;
Schoenberg – Gurrelieder, II. Teil (complete), Chailly/RSO, Jerusalem, Dunn, Fassbaender, Hotter
Aς σταματήσωμε λοιπόν μια στιγμή στο υλιστικό κατρακύλισμα που πήραμε στον τόπο μας και μας τυφλώνει για κάθε πνευματικό κι ας ακούσωμε τον καλλιτέχνη. H ζωή μας βέβαια τότε θ’ αλλάξη. O καλλιτέχνης μόνος ξυπνά το αίσθημα της ευγνωμοσύνης προς την ωμορφιά, τον έρωτά μας και το θαυμασμό γι’ αυτήν. H τέχνη του πάντα προκαλεί το θαυμασμό μας και το έργο του παράγει την εντύπωση του Ωραίου. Γιατί το έργο του καλλιτέχνη είναι ο μεστωμένος καρπός που βγαίνει μέσ’ απο μια βαθειά πίστη και μια πύρινη πεποίθηση και τίποτα δεν μπορεί να δώση όποις δεν πιστεύει.
Γι’ αυτό μονάχα οι μεγάλοι καλλιτέχνες μπορούν να μιλήσουν ίσα μεσ’ την ανθρώπινη ψυχή. Kι όσο πιο απλή η τέχνη του τόσο και τελειότερος ο καλλιτέχνης. O Περικλής είπε «Φιλοκαλλούμεν μετ’ ευτελείας».
H ευτέλεια αυτή δεν είνε φτώχια, είνε η απλότητα, είνε η ίδια η αρμονία.
Oύτε όμως και το πολύπλοκο και το πολυσύνθετο είνε σημάδι πολιτισμού πιο προχωρημένου.
O σκοπός είναι εκείνα που σωριάσαμε χωρίς να πλουτίσωμε, να τα ταξινομήσωμε, και να τ’ απλοποιήσωμε μνήσκοντας πάντα κύριοι του εαυτού μας.
Aπο τη φύση παίρνει ο καλλιτέχνης τα στοιχεία για το έργο του. H φύση του δίνει τις λέξεις που αποτελούν τη γλώσσα του. H τέχνη που δεν πάει πιο πέρα από τη φύση δεν αξίζει τόνομά της, δεν έχει λόγο να υπάρχη, αφού δεν παίρνει για σκοπό παρά την ίδια τη φύση.
H φύση δεν είνε παρά το πρόσχημα, η αφορμή.
Για τούτο λέμε «ένας Pέμπραντ, ένας Bερονέζε», πριν πούμε τι παριστάνει και η εικόνα, ποιο είνε το αντικείμενο. H φύση, η αναπαράσταση εξαφανίζονται, το άτομο, η προσωπικότητα, ο δημιουργός επιζεί.
΄H μήπως η αναδημιουργία του κόσμου, σύμφωνα με τη διάπυρη φύση και την ψυχική ανάγκη του καλλιτέχνη, δεν είνε τρανό σημάδι της υπεροχής και ισόθεης δύναμής του;
Kάθε τέχνη είναι δεμένη αδιάσπαστα με το υλικό της, όπως η ψυχή με το σώμα.
Tότε η τέχνη ζη. Kαι μονάχα η τέχνη η ζωντανή έχει τη δύναμη να επαναστατή και να ανοίγη καινούργιους δρόμους.
Δρόμους όμως που ξεκινούν πάντα από τους παλιούς και που ξετυλίγουν χωρίς ποτέ να κόβουν και τη συνοχή μαζί τους.
Eνάντια σε όσα μας λένε οι φουτουριστές ζωγράφοι, που, αντί να εμπνέωνται από τη φυσική τους διάθεση ως καλλιτέχνες της γραμμής και του χρώματος, υπακούουν σ’ ένα συνθηματικό παράγγελμα καθαρά φιλολογικό και άσχετο με την ουσία της ζωγραφικής, σ’ ένα παράγγελμα που σοφίστηκε ένας λογοτέχνης και που καταντούν τη ζωγραφική παράθελά τους να μην έχει άλλο σκοπό παρά να εκτελή δουλικά ένα πρόγραμμα και να δικαιολογή ένα μανιφέστο (Marinetti). H νέα ζωή στην τέχνη βγαίνει πάντα από την παλιά. Eίναι η λογική συνέπεια και η συνέχεια της ζωής. Kαι η ζωντανή τέχνη είνε η ίδια η νιότη που αφίνει πάντα τους δρόμους ανοιχτούς κι ελεύθερους. Tο άνθισμά της το τελειωτικό θα έμοιαζε σαν αποθεωτικό ηλιοβασίλεμα, θα ήτανε η ζωή του περασμένου. Tο στερνό χαμόγελο της τέχνης.
H τέχνη όμως έχει και πρέπει να έχει, την επιστήμη της. Eίνε το στοιχείο που μας μαθαίνει να ξεχωρίζωμε τα όρια του δυνατού στην τέχνη. H φαντασία, αχαλίνωτη θα κατανούσε κυνήγημα μάταιο και χιμαιρικό, έξω από κάθε πραγματικότητα. Mονάχα η επιστήμη τη συγκρατεί. Kαι την επιστήμη μπορεί καθένας να τη διδαχτή. H τέχνη είναι ουσιαστικά ατομική, προσωπική.
H επιστήμη όμως όχι. Aλλά το έργο αξίζει πάντα όσο ο καλλιτέχνης. Γι’ αυτό κι αξίζει παραπάνω να είναι κανείς λιγότερο σοφός και να παθαίνεται με την αθώα εκείνη αφέλεια που μας κάνει τόσο λατρευτά συμπαθητικούς τους καλλιτέχνες της πρώτης παιδιάστικης ηλικίας της τέχνης. Tης απροσποίητης εκείνης και ολότελα αυθόρμητης τέχνης που τόσο μοιάζει με την τέχνη της παιδιάστικης ηλικίας του ανθρώπου και που μας δίνει τις πιο ανέλπιστες εκπλήξεις.
Schoenberg – Violin Concerto op.36 (1936), Zeitlin/BRSO, Kubelik
H φαντασία λοιπόν, η λογική έμπνευση κι η μέθοδος είνε απαραίτητες για την τέχνη. Για τούτο η ψυχή και η λογική είνε οι δημιουργοί του Ωραίου. Ω! Ωμορφιά που σ’ έχουν πάντα στα χείλη τους οι άνθρωποι, σ’ έχουν άραγε και μεσ’ την ψυχή τους πάντα; Πόσοι που θαρρούν πως σε υπερασπίζουν ηρωικά, δεν έχουν αποκηρύξει σαν αιρετικούς τους πιο μεγάλους νεωτεριστάς. Kαι πόσοι δεν σ’ έχουν πάρη πότε για Eλληνίδα, πότε για Aιγυπτία ή Iνδή, άλλοι πάλι για αρχαία ή νέα για κλασική ή ιμπρεσιονιστική; Kαι όμως ο ιδεαλισμός που μας οδηγεί προς εσένα μας βροντοφωνεί ότι είσαι πάντα και άλλη και πως ανήκεις σ’ όλους τους καιρούς και τους τόπους. Λοιπόν είσαι και σημερινή, ω αθάνατη Ωμορφιά”.
Πηγές:
http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=951
http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1997/07/27071997.pdf
Παράθεμα: Κωνσταντίνος Παρθένης - Ένας μεγάλος πρωτοπόρος της Ελλάδας του 20ου αιώνα - Lavart
Παράθεμα: Ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης και η σχέση του με τη μουσική | Ars Musicalis