ΜΑΓΙΟΒΟΤΑΝΑ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ (1883 – 1962): «Μαγιοβότανα» (ποίηση Κ. Παλαμά)


1. Πρελούδιο (1914) – Μια Νεράιδα μ’ εγέννησε (1912)
2. Η Γριά Ζωή (1908)
3. Στέκει το βασιλόπουλο (1912)
4. Η Μαύρη Λάμια (1905/1912)
5. Γυρνά κι ορμά ο Μενέλαος (1912)
6. Από ξένα βασίλεια (1912)
7. Σπέρμα της Χάμκως (1912)
8. Ο Διγενής Ακρίτας (1912)

KALOMIRIS:  (Daphne Evangelatos, Tokyo, 1987) Μαγιοβότανα (Magic Herbs or Herbs of May) – a cycle of eight songs by MANOLIS KALOMIRIS on a set of poems by KOSTIS PALAMAS 
http://youtu.be/nGRqEScKSVY

Mιά νεράιδα μ εγέννησεν (Κωστής Παλαμάς)

 

Mιά νεράιδα μ’εγέννησεν
Από θνητό πατέρα,
Ω μοίρα και ω παράδαρμα
Στον κόσμον εδώ πέρα!

Οι ξωτικές οι ανάερες
Στην όψη της σαρκός μου
Με κοιτάζουν παράξενα
Και φεύγουν απ΄εμπρός μου.

Στοιχειό με λένε οι άνθρωποι,
Και μακραίνουν με τρόμο
Και ξένος πάντα βρίσκομαι
Στης ερημιάς το δρόμο.

Η γριά Ζωή

 

Η γριά Ζωή ακουμπώντας με
Χαϊδευτικά στα στήθη,
Μου λέει το παραμύθι της,
Το αιώνιο παραμύθι:

Βασιλοπούλα αγάπησε
Το ξανθό παλικάρι
Και ζούσε με μονάκριβο
Καημό για να το πάρει.

Αλλά μια μέρα ο Δράκοντας
Της φύλαγε καρτέρι,
Και την άρπαξε κ’ έφυγε.
Που πάει; Κανείς δεν ξέρει!

Στέκει το Βασιλόπουλο

Στέκει το Βασιλόπουλο
Με το σπαθί στη βίγλα,
Για να πιάσει την άγνωστη,
Την καταλύτρα Στρίγγλα.

Στων άστρων το τρεμόφεγγο
Την ξανοίγει, ειν’ εκείνη!
Σπλάχνα κρατάει παιδιάτικα,
Και το αίμα τους πίνει.

Ωιμέ! κ’ η Στρίγγλα η φόνισσα
Ήταν η σαστικιά του,
Η αγνή, η καλή, η πεντάμορφη.
Και σωριάζεται κάτου.

 

 

Μαύρη Λάμια 


Η μαύρη Λάμια που έκλεισε 
στην καρδιά της τον Άδη, 
να κατέβω με πρόσταξε 
μέσ’ στο ξερό πηγάδι,

νάβρω το δαχτυλίδι της 
που μέσα εκεί έχει πέσει
μ’ ένα διαμάντι λιόκαλο
καρφωμένο στη μέση.

Ψάχνω, δε βρίσκω τίποτε… 
Ω νύχτα, ω τέρας πλάνο! 
Στα πόδια μου μιαν άβυσσο, 
και μια Λάμια αποπάνω.



Γυρνά κι ορμά ο Μενέλαος

Γυρνά κι ορμά ο Μενέλαος 
με το σπαθί στο χέρι
το Θάνατο στην άπιστην 
Ελένη να προσφέρη.

Αλλ’ εκείνη ολογάληνη 
με τ’ ανθισμένο χέρι
το αντίχολο κι αντίλυτο 
βοτάνι του προσφέρει.

Και το πίνει ο Μενέλαος, 
και του πέφτει απ’ το χέρι 
το σπαθί, κ’ ένα φίλημα 
στην Ελένη προσφέρει.

Από ξένα βασίλεια 


Από ξένα βασίλεια 
κι από το Μεσαίωνα 
ήρθεν εδώ ο Ιμπέριος
κ’ ήρθεν η Μαργαρώνα.

Ο ιππότης ο ανυπόταχτος 
κ’ η ωραία η πριγκηπέσσα 
μου χτύπησαν την πόρτα μου
και τους έμπασα μέσα.

Και να λένε τους έμαθα 
– λόγια πύρινα πόσα! – 
της αγάπης τα βάσανα 
στη δική μου τη γλώσσα!


Σπέρμα της Χάμκως 

 

Σπέρμα της Χάμκως, δέρνεσαι
μέσ’ στο λάγνο χαρέμι.
‘Ύπνο ζητάς, όχι έρωτα, 
μα κι ο ύπνος σε τρέμει.

Σε διβάνι χρυσόστρωτο 
γέρνεις πρόσωπο χιόνι. 
Αλλά το Σούλι το άπαρτο 
σα βραχνάς σε πλακώνει.

Μόνο σκυμμένη απάνω σου 
σε χαϊδεύει η ακριβή σου, 
σαν πουλί που θα σάλευε 
στην άκρη μιας αβύσσου.

 

Ο Διγενής Ακρίτας 



Καβάλλα πάει ο Χάροντας 
το Διγενή στον ‘Αδη,
κι άλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται 
τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο, 
της ομορφιάς την πούλια.

Και σα να μην τον πάτησε 
στου Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα 
κοιτάει τον καβαλλάρη!

– Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα, 
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένοιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;

Είμ’ εγώ η ακατάλυτη 
ψυχή των Σαλαμίνων. 
Στην Εφτάλοφην έφερα 
το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα Τάρταρα, 
μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι 
και λαούς ανασταίνω! –




Οι φωτογραφίες είναι του Κώστα Μπαλάφα http://www.costasbalafas.gr

 

Σχολιάστε

Filed under ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Σχολιάστε